- ακριβοταγίζω
- ακριβοταγίζω και ακριβοταΐζω -ισα, -ισμένος, τρέφω με μεγάλη φροντίδα (βλ. και ακριβοποτίζω).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακριβοταΐζω — και ακριβοταγίζω 1. παρέχω σε κάποιον ή σε κάτι δαπανηρή τροφή 2. ανατρέφω, περιποιούμαι με στοργή και φροντίδα, μοσχαναθρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ταΐζω και ταγίζω. ΠΑΡ. ακριβοτάιστος] … Dictionary of Greek